- ὀμφαίῃ
- ὀμφαῖοςpropheticfem dat sg (epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ὀμφαίη — prophetic fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ὀμφαίῃ — Ὀμφαίη prophetic fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀμφαίη — ὀμφαῖος prophetic fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ὀμφαίην — Ὀμφαίη prophetic fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ὀμφαίης — Ὀμφαίη prophetic fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ομφαίος — ὀμφαῑος, αία, ον, θηλ. και ὀμφαίη (Α) [ομφή] 1. αυτός που προμαντεύει, προφητικός 2. (το θηλ. ως κύριο όν.) ἡ Ὀμφαίη (σε προσωποποίηση) θεά τής μαντικής … Dictionary of Greek